-
1 ἐριούνιος
Aσῶκος ἐριούνιος Ἑρμῆς Il.20.72
;Ἑρμείας ἐριούνιος 24.457
, 679 ;ἐριούνης Ἑρμείας 20.34
, Od.8.322 ;Διὸς ἐριούνιος υἱός h.Merc. 28
; θεῶν ἐριούνιε δαῖμον ib. 551 : abs., ἐριούνιος, i.e. Hermes, Il.24.360, 440 ; Ἑρμῆς ἐ., opp. δόλιος, Ar.Ra. 1144, cf. EM374.24 ; also in later Prose,θεοί Ant.Lib.25.2
.II as Adj.,ἐ. νόος Orph.L. 199
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐριούνιος
-
2 Ἑρμῆς
Ἑρμῆς, Ἑρμείᾶς, gen. Ἑρμαίᾶο and Ἑρμείω, dat. Ἑρμῇ and Ἑρμέᾷ, acc. Ἑρμῆν and Ἑρμείᾶν, voc. Ἑρμείᾶ: Hermes (Mercurius), son of Zeus and Maia, Od. 14.435; messenger of the gods, guide of mortals (of Priam, Il. 24.457), and conductor of the shades of the dead; his winged sandals and magic wand, Od. 5.44 ff. Epithets, ἀκάκητα, ἐριούνιος, ἐύσκοπος, σῶκος, χρῦσόρραπις, διάκτορος, Ἀργεϊφόντης.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἑρμῆς
-
3 Ἑρμείᾶς
Ἑρμῆς, Ἑρμείᾶς, gen. Ἑρμαίᾶο and Ἑρμείω, dat. Ἑρμῇ and Ἑρμέᾷ, acc. Ἑρμῆν and Ἑρμείᾶν, voc. Ἑρμείᾶ: Hermes (Mercurius), son of Zeus and Maia, Od. 14.435; messenger of the gods, guide of mortals (of Priam, Il. 24.457), and conductor of the shades of the dead; his winged sandals and magic wand, Od. 5.44 ff. Epithets, ἀκάκητα, ἐριούνιος, ἐύσκοπος, σῶκος, χρῦσόρραπις, διάκτορος, Ἀργεϊφόντης.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἑρμείᾶς
См. также в других словарях:
σώκος — (I) ὁ, Α 1. ισχυρός, δυνατός («σῶκος ἐριούνιος Ἑρμῆς», Ομ. Ιλ.) 2. προσωνυμία τού πλανήτη Ερμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το προσηγορικό σῶκος προήλθε από το ανθρωπωνύμιο Σῶκος (< *Σάοκος), υποκοριστικό τ. ενός σύνθ … Dictionary of Greek